- κατανωτισάμενος
- κατανωτίζομαιcarry on one's backaor part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατανωτίζομαι — (AM) βάζω κάτι στην πλάτη μου και τό μεταφέρω («τήν συνήθη παρδαλέην κατανωτισάμενος», Νικ. Χων.) αρχ. στρέφω προς κάποιον τα νώτα μου, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νωτίζομαι (μέση φ. τού νωτίζω «στρέφω τα νώτα μου»)] … Dictionary of Greek